-
1 εξανατελλω
1) производить(θόρυβον πολὺν ἔκ τινος Teleclides ap. Plut.; 2) происходить, возникать (οὐλοφυεῖς τύποι χθονὸς ἐξανέτελλον Emped.)
1 εξανατελλω
(θόρυβον πολὺν ἔκ τινος Teleclides ap. Plut.; 2) происходить, возникать (οὐλοφυεῖς τύποι χθονὸς ἐξανέτελλον Emped.)